Οδηγίες για άμεση καταχώρηση «υπόθεσης ενώπιον της δικαιοσύνης» έδωσε ο Γενικός Εισαγγελέας, Γιώργος Σαββίδης, σε σχέση με καταγγελίες για σεξουαλικής φύσεως αδικήματα.
Ο κ. Σαββίδης δεν διευκρινίζει σε ποια υπόθεση αναφέρεται.
Σε ανάρτησή του στο Twitter, ο Γενικός Εισαγγελέας, Γιώργος Σαββίδης έγραψε ότι δόθηκαν σήμερα οδηγίες προς την Κυπριακή Αστυνομία για άμεση καταχώριση υπόθεσης στο Δικαστήριο σε σχέση με καταγγελίες για σεξουαλικής φύσεως αδικήματα.
Ετικέτα: ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ
Δεν συνάδουν με τα στοιχεία που έχουμε στην κατοχή μας οι εκτιμήσεις της κ. Kövesi, αναφέρει ο ΓΕ
Δεν συνάδουν με τα στοιχεία που έχουμε εμείς στην κατοχή μας οι εκτιμήσεις που εξέφρασε η Ευρωπαία Γενική Εισαγγελέας, Laura Kövesi, αναφέρει σε γραπτή του δήλωση ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας Γιώργος Σαββίδης σε σχέση με τις χθεσινές αναφορές της κ. Kövesi ενώπιον της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Σημειώνεται πως σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασε χθες η κ. Kovesi, περίπου το 10% των εκκρεμουσών υποθέσεων απάτης και διαφθοράς κατά των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ που θα εξετάσει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία (EPPO) συνδέονται με την Κύπρο. Η Ευρωπαία Γενική Εισαγγελέας είπε ακόμα πως «υπάρχει πολλή δουλειά και γι αυτό το λόγο χρειάζονται εισαγγελείς που θα ασχολούνται αποκλειστικά με την Κύπρο».
“Η εκτίμηση της κα Kövesi, όπως τουλάχιστον μεταφέρθηκε σε δημοσιεύματα, ότι παρά την παραδοχή της πως τα προηγούμενα χρόνια οι υποθέσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας που καλύπτονται από το εύρος του Κανονισμού ήταν ελάχιστες, εντούτοις στο μέλλον αναμένεται να είναι τόσο υψηλές που ενδεχομένως να φθάνουν το 10% των περίπου 3000 υποθέσεων που αναμένει ότι θα εξετάζει το Γραφείο της κάθε χρόνο, δεν φαίνεται να συνάδει με τα στοιχεία που έχουμε εμείς στην κατοχή μας” σημειώνει ο κ. Σαββίδης.
Προσθέτει ότι σε έρευνα που προέβη η Νομική Υπηρεσία με τις αρμόδιες αστυνομικές Αρχές το 2019, η οποία απεστάλη προς την κα Kövesi, και η οποία καλύπτει τη χρονική περίοδο από το 2016 έως το 2019, οι αξιόποινες πράξεις οι οποίες εξετάστηκαν από τις κυπριακές αστυνομικές Αρχές και οι οποίες θα ενέπιπταν στην κατηγορία των αδικημάτων που εξετάζονται από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, ποτέ δεν υπερέβαινε τις 4 υποθέσεις ετησίως.
Αναφέρει ακόμη ότι λόγω της μεγάλης αυτής διαφοράς στην πιο πάνω εκτίμηση, με επιστολές του τόσο προς τον Ευρωπαίο Επίτροπο Δικαιοσύνης κ. Reynders όσο και προς την Ευρωπαία Γενική Εισαγγελέα κα Kövesi, επανέλαβε τα πιο πάνω ευρήματα και ζήτησε από την κα Kövesi να του παραθέσει τα στοιχεία πάνω στα οποία βασίστηκε για να καταλήξει στο χθεσινό συμπέρασμά της.
Στην γραπτή του δήλωση σημειώνει ότι η Κύπρος υπήρξε από την πρώτη στιγμή ένθερμος υποστηρικτής της ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και για τον λόγο αυτό επέλεξε να συμμετέχει, με δική της πρωτοβουλία, στον θεσμό αυτό, ο οποίος σκοπό έχει τον χειρισμό αξιόποινων πράξεων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Προσθέτει ότι η Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας έλαβε όλα τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να είναι σε θέση να εφαρμόσει τον πιο πάνω Κανονισμό. Η Κύπρος πρότεινε εκπρόσωπό της στο Κολλέγιο των Ευρωπαίων Εισαγγελέων, ετοίμασε σχετικό εφαρμοστικό νομοσχέδιο του Κανονισμού που ψηφίστηκε σε νόμο από την Βουλή των Αντιπροσώπων και η Νομική Υπηρεσία είναι έτοιμη να προχωρήσει για να εισηγηθεί τα ονόματα των Κυπρίων λειτουργών της που θα ασχολούνται κατά προτεραιότητα με τα θέματα που καλύπτονται από τον Κανονισμό.
Επίσης, αναφέρει ότι είναι σε συνεχή επικοινωνία με τον Ευρωπαίο Επίτροπο Δικαιοσύνης Didier Reynders και κατ’ επανάληψη ενημέρωσε την κα Kövesi για τις θέσεις της Νομικής Υπηρεσίας, οι οποίες συνάδουν πλήρως με τις πρόνοιες του Κανονισμού, καθώς και με τη νομοθεσία όπως αυτή ψηφίστηκε από την Κυπριακή Βουλή.
Παρέμβαση τέως Γ. Εισαγγελέα για λύση στην αντιπαράθεση για πολιτογραφήσεις
Παρέμβαση στην αντιπαράθεση μεταξύ κυβέρνησης, ανεξάρτητων αξιωματούχων του κράτους και πολιτικών κομμάτων, αναφορικά με το θέμα της διεξαγωγής ερευνών σε σχέση με τις κατ’ εξαίρεση πολιτογραφήσεις ξένων υπηκόων επιχειρεί ο τέως Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας Κώστας Κληρίδης, υποβάλλοντας προς εξέταση μία «συγκεραστική» εισήγηση, όπως τη χαρακτήρισε.
Σε σημερινή γραπτή δήλωση, ο κ. Κληρίδης σημειώνει «επειδή δυστυχώς η αντιπαράθεση μεταξύ κυβέρνησης, ανεξάρτητων αξιωματούχων του κράτους και πολιτικών κομμάτων αναφορικά με το θέμα της διεξαγωγής ερευνών σε σχέση με τις κατ’ εξαίρεση πολιτογραφήσεις ξένων υπηκόων φαίνεται να οδηγείται στα άκρα, με ενδεχόμενες σοβαρές πολιτειακές και οικονομικές επιπτώσεις και άλλες απρόβλεπτες συνέπειες, υποβάλλω προς εξέταση μία συγκεραστική εισήγηση, αφού ληφθούν υπόψιν τα ακόλουθα δεδομένα:
1. Υπάρχει σε εξέλιξη η έρευνα από την Ερευνητική Επιτροπή που διόρισε ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, δυνάμει της σχετικής νομοθεσίας, ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε επιφυλάξεις που προβάλλονται για νομικούς και / ή δεοντολογικούς λόγους.
2. Ο Γενικός Ελεγκτής της Δημοκρατίας και η Ελεγκτική Υπηρεσία της οποίας προΐσταται είχαν ήδη αρχίσει έρευνες στο πλαίσιο των δικών τους περιορισμένων αρμοδιοτήτων που καθορίζονται στο Σύνταγμα και επιδιώκουν να τις συνεχίσουν.
3. Η εκτελεστική εξουσία και η σχετική γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα την οποία επικαλείται, δεν φαίνεται να αμφισβητούν την εξουσία και αρμοδιότητα της Ελεγκτικής Υπηρεσίας να διερευνήσει αυτά τα θέματα από τη σκοπιά των δικών τους συνταγματικών αρμοδιοτήτων, πλην όμως εγείρουν ενστάσεις που στοχεύουν στην προστασία της αρξάμενης διαδικασίας από την Ερευνητική Επιτροπή και τυχόν ποινικών διαδικασιών που ενδεχόμενα να πρέπει να ακολουθήσουν.
4. Παρ’ όλον ότι αρμόδιος κριτής επί θέματος σύγκρουσης ή αμφισβήτησης εξουσίας μεταξύ οργάνων και αρχών στη Δημοκρατία είναι το Ανώτατο Δικαστήριο, στην προκείμενη περίπτωση, πέραν του ότι δεν διαφαίνεται κίνηση προς αυτή την κατεύθυνση, δεν είναι καθόλου καθαρό αν μια τέτοια διαδικασία προσφέρεται για επίλυση του συγκεκριμένου θέματος, χωρίς ευθεία αμφισβήτηση ή σύγκρουση εξουσίας ή αρμοδιότητας και με δεδομένη την ύπαρξη αυστηρά εφαρμοζόμενης προθεσμίας 30 ημερών από την πρώτη ημερομηνία έγερσης της διαφοράς».
Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω δεδομένα, συνεχίζει ο Κώστας Κληρίδης, υποβάλλει προς εξέταση τις ακόλουθες εισηγήσεις, οι οποίες κατά την άποψή του «παρέχουν λύση στο εγερθέν θέμα και διασκεδάζουν ενστάσεις, καχυποψίες και επιφυλάξεις των εμπλεκομένων πλευρών:
1. Να ετοιμασθούν και να δοθούν προς την Ελεγκτική Υπηρεσία προς έρευνα στο πλαίσιο των δικών της συνταγματικών αρμοδιοτήτων, αντίγραφα όσων φακέλων κατ’ εξαίρεση πολιτογραφήσεων ήθελε ζητήσει, σε συνεννόηση και σε συνεργασία με την Ερευνητική Επιτροπή, έτσι ώστε να μην παρακωλυθεί με οποιοδήποτε τρόπο το έργο της Επιτροπής.
2. Η Ελεγκτική Υπηρεσία να αυτοδεσμευθεί δημόσια ότι δεν θα προβεί σε οποιαδήποτε ενδιάμεση ή τελική έκθεση της επί οποιωνδήποτε υποθέσεων ήθελε εξετάσει στην πορεία, μέχρι την πλήρη αποπεράτωση των εργασιών της Ερευνητικής Επιτροπής και έκδοση της τελικής Έκθεσης της.
3. Σε περίπτωση κατά την οποία η Ερευνητική Επιτροπή, ήθελε εκδώσει και δημοσιοποιήσει οποιανδήποτε ενδιάμεση έκθεση επί οποιασδήποτε υπόθεσης την εξέταση της οποίας θα έχει περατώσει, η Ελεγκτική Υπηρεσία θα δύναται να επιδώσει στην ελεγχόμενη αρχή και να δημοσιοποιήσει και τη δική της έκθεση επί της ίδιας υπόθεσης, ή επί των ιδίων υποθέσεων.
4. Οποιαδήποτε δημοσιοποίηση ενδιάμεσης ή τελικής έκθεσης, είτε από την Ερευνητική Επιτροπή, είτε από την Ελεγκτική Υπηρεσία, θα πρέπει να γίνεται ασκώντας ιδιαίτερη προσοχή ώστε μόνος κριτής ενδεχόμενης στοιχειοθέτησης αδικημάτων να είναι ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας και ώστε οποιαδήποτε στοιχεία δημοσιοποιούνται να μην παραβλάπτουν διαδικασίες που ενδεχόμενα να αρχίσουν ως αποτέλεσμα των ευρημάτων στις εκθέσεις, ή τα δικαιώματα εμπλεκομένων προσώπων».
ΕΛ. ΥΠΗΡΕΣΙΑ: «Αντιπαρερχόμαστε το ύφος και τον τόνο των αναφορών του Γ.Ε.»
Απαντήσεις στον Γενικό Εισαγγελέα σε σχέση με τα όσα ανέφερε σε διάσκεψη Τύπου δίνει με ανακοίνωσή της η Ελεγκτική Υπηρεσία, τονίζοντας ότι επειδή θεωρεί σημαντικό να διαφυλαχθούν οι διαπροσωπικές σχέσεις, δεν θα δώσει συνέχεια, για τον ίδιο δε λόγο αντιπαρέρχεται το ύφος και τον τόνο των αναφορών του Γενικού Εισαγγελέα.
Στην ανακοίνωση αναφέρεται πως «αναμένουμε όμως από τον Γενικό Εισαγγελέα να σεβαστεί την Υπηρεσία μας και να αντιληφθεί ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση, αμφισβητούνται ή/και πλήττονται δύο εκ των οκτώ θεμελιωδών πυλώνων ανεξαρτησίας των Ανωτάτων Ελεγκτικών Ιδρυμάτων, όπως οι πυλώνες αυτοί έχουν διεθνώς, με δύο αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, αναγνωριστεί».
Η Ελεγκτική Υπηρεσία, από τον Ιούλιο του 2019, είχε ενημερώσει την εκτελεστική εξουσία για την πρόθεσή της να ξεκινήσει έλεγχο επί του Κυπριακού Επενδυτικού Προγράμματος (ΚΕΠ) ζητώντας σχετικά στοιχεία και διαβιβάζοντας σχετική υπενθύμιση τον Σεπτέμβριο του 2019. Εν αναμονή των στοιχείων, το Υπουργικό Συμβούλιο, αποφάσισε τον Νοέμβριο του 2019 το διορισμό της τριμελούς Επιτροπής υπό την κα Καλογήρου. Με δεδομένη την Απόφαση αυτή του Υπουργικού Συμβουλίου, αποφασίσαμε τότε να αναμένουμε την ολοκλήρωση του έργου της Επιτροπής προτού εξετάσουμε το ενδεχόμενο διεξαγωγής δικού μας ελέγχου. Θεωρούμε τούτο σημαντικό. Ο δικός μας έλεγχος δεν είχε ακόμη αρχίσει και, εν όψει του διορισμού της Ερευνητικής Επιτροπής, οι ίδιοι αποφασίσαμε να μεταθέσουμε τον έλεγχο μας, αν τελικά θα υπήρχε η ανάγκη διεξαγωγής του, για μετά το πέρας του έργου της Επιτροπής. Αυτό φυσικά δεν σήμαινε αναβολή επ’ αόριστο.
Στις 28.8.2020, δηλαδή δέκα μήνες μετά το διορισμό της Επιτροπής υπό την κα Καλογήρου,και αφού προηγήθηκαντα δημοσιεύματα του τηλεοπτικού δικτύου Al Jazeera, εξαγγείλαμε δημόσια την πρόθεσή μας για έναρξη ελέγχου επί του ΚΕΠ. Στις 31.8.2020 συλλέξαμε τα πρώτα στοιχεία από το Υπουργείο Εσωτερικών. Ο έλεγχος μας είχε ήδη ξεκινήσει και προχωρούσε, ολοκληρώθηκε δε στις 14.9.2020.
Ο διορισμός από τον Γενικό Εισαγγελέα της τετραμελούς Ερευνητικής Επιτροπής έγινε στις 7.9.2020.
Με βάση τη νομολογία των Κυπριακών Δικαστηρίων, οι ερευνητικές επιτροπές που συστήνονται με βάση τον περί Ερευνητικών Επιτροπών Νόμο δεν συνιστούν δικαστικό ή πειθαρχικό σώμα. Πρόκειται για καθαρά ερευνητικό σώμα, με αποκλειστική αρμοδιότητα τη διερεύνηση του θέματος ή θεμάτων, τα οποία προσδιορίζονται στους όρους που διέπουν τη σύστασή του, και την υποβολή έκθεσης για τις διαπιστώσεις του σε αυτόν που το διορίζει. Αυτό ουδόλως σημαίνει ότι δεν αναγνωρίζουμε τη χρησιμότητα μιας Ερευνητικής Επιτροπής ή το δικαίωμα του Γενικού Εισαγγελέα να διορίσει τη συγκεκριμένη τετραμελή Επιτροπή.
Η μόνη μας διαφωνία με τον Γενικό Εισαγγελέα είναι στη θέση του πως, αφ’ ης στιγμής διοριστεί μία Ερευνητική Επιτροπή, τότε η εκτελεστική εξουσία οφείλει να μην παραδίδει στην Υπηρεσία μας στοιχεία για τη διεξαγωγή ελέγχου, ή/και ότι, καθ’ ων χρόνο διεξάγεται έρευνα από μία Ερευνητική Επιτροπή, αναστέλλεται η εκ του Συντάγματος εξουσία του Γενικού Ελεγκτή να διεξαγάγει τους δικούς του ελέγχους.
Η Ελεγκτική Υπηρεσία, αν και σέβεται τη θέση αυτή του Γενικού Εισαγγελέα, δεν συμφωνεί με αυτήν, αφού θέτει το έργο και τις εξουσίες της Ερευνητικής Επιτροπής (που πηγάζουν από νόμο) υπεράνω του έργου και των εξουσιών της Ελεγκτικής Υπηρεσίας (που πηγάζουν από το Σύνταγμα). Εν πάση περιπτώσει, έχουμε κατ’ επανάληψη εκφράσει την άποψη ότι το έργο της Ελεγκτικής Υπηρεσίας και της Ερευνητικής Επιτροπής δεν είναι αμοιβαίως αποκλειόμενα, αλλά αντίθετα μπορεί να είναι συμπληρωματικά και να γίνονται χωρίς κανένα πρόβλημα παράλληλα και ταυτόχρονα. Υπενθυμίζουμε δε ότι κατά το χρόνο διεξαγωγής της έρευνας από την Ερευνητική Επιτροπή για το Συνεργατισμό υπό τον κ. Γ. Αρέστη, η Υπηρεσία μας διεξήγαγε κανονικά τους δικούς της ελέγχους για τα θέματα του Συνεργατισμού, συνεργάστηκε άψογα με την Επιτροπή, κατέθεσε σε αυτή στοιχεία και την υποβοήθησε στο έργο της.
Η διαφωνία είναι συγκεκριμένη, δεν θεωρούμε δε ότι είναι κακό, αλλά αντίθετα υγιές, να εγείρονται τέτοιες διαφωνίες μεταξύ κρατικών αξιωματούχων, που πολλές φορές επιλύονται από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Η Υπηρεσία μας ουδέποτε κάλεσε την εκτελεστική εξουσία να αγνοήσει γνωματεύσεις του νυν Γενικού Εισαγγελέα. Ακόμη και στην προχθεσινή ανακοίνωση μας είχαμε αναφέρει ότι, αφ’ ης στιγμής το Υπουργείο Εσωτερικών έχει στα χέρια του τη γνωμάτευσή του Γενικού Εισαγγελέα, ορθά την ακολούθησε μη παραδίδοντας μας τα πρωτογενή στοιχεία, ζητήσαμε δε μόνο φωτοαντίγραφα των στοιχείων αυτών.
Στις αναφορές του Γενικού Εισαγγελέα ως προς το θέμα της εμφάνισης λειτουργών μας στα ΜΜΕ, κατόπιν προσκλήσεων τους, έχει απαντήσει γραπτώς ο Γενικός Ελεγκτής στις 5.10.2020 και δεν θα σχολιάσουμε περαιτέρω. Θεωρώντας σημαντικό να διαφυλαχθούν οι διαπροσωπικές σχέσεις, δεν θα δώσουμε συνέχεια, για τον ίδιο δε λόγο αντιπαρερχόμαστε το ύφος και τον τόνο των αναφορών του Γενικού Εισαγγελέα. Αναμένουμε όμως από τον Γενικό Εισαγγελέα να σεβαστεί την Υπηρεσία μας και να αντιληφθεί ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση, αμφισβητούνται ή/και πλήττονται δύο εκ των οκτώ θεμελιωδών πυλώνων ανεξαρτησίας των Ανωτάτων Ελεγκτικών Ιδρυμάτων, όπως οι πυλώνες αυτοί έχουν διεθνώς, με δύο αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, αναγνωριστεί:
- Η ελευθερία να αποφασίζει το ίδιο το Ανώτατο Ελεγκτικό Ίδρυμα το περιεχόμενο και τον χρόνο ετοιμασίας, έκδοσης και δημοσιοποίησης των εκθέσεων ελέγχου.
- Η χωρίς περιορισμούς πρόσβαση στην πληροφόρηση.
Αποτελεί συνεπώς υποχρέωση μας να υπερασπιστούμε την ανεξαρτησία της Υπηρεσίας μας και τις αρχές που την διέπουν, με κάθε νόμιμο μέσο.
Τονίζουμε ξανά ότι θεωρούμε ως συνταγματική υποχρέωση, και όχι απλώς δικαίωμα μας, να ασκούμε τις καθοριζόμενες εξουσίες και αρμοδιότητες μας, χωρίς επηρεασμό και ανεξάρτητα από τα δικαιώματα άλλων ανεξάρτητων θεσμών και πολιτειακών αξιωματούχων να ασκούν τις δικές τους αρμοδιότητες, τις οποίες σεβόμαστε απόλυτα, την ίδια στιγμή που αναμένουμε και από αυτούς να σεβαστούν το γεγονός πως η Ελεγκτική Υπηρεσία είναι ανεξάρτητη και δεν βρίσκεται υπό την κηδεμονία κανενός.
Ο Γενικός Ελεγκτής απηύθυνε γραπτώς στις 5.10.2020 πρόσκληση στον Γενικό Εισαγγελέα για κατ’ ιδίαν συνάντηση. Χαιρετίζουμε συνεπώς την πρόθεση του να ανταποκριθεί στο αίτημα μας αυτό και ο Γενικός Ελεγκτής προσβλέπει σε μία τέτοια συνάντηση το συντομότερο δυνατό. Η Ελεγκτική Υπηρεσία έχει μια μακρά συνεργασία με την Νομική Υπηρεσία, πρόθεση δε του Γενικού Ελεγκτή είναι η συνεργασία αυτή να συνεχιστεί, αφού αυτό επιβάλλει άλλωστε το δημόσιο συμφέρον, πάντοτε μέσα στο πλαίσιο του Συντάγματος και των Νόμων και του αμοιβαίου σεβασμού.
Γ.Ε.: «Προσπάθεια αποδόμησής μου από τον Γενικό Ελεγκτή»
Για προσπάθεια αποδόμησής του, πριν ακόμα εκδώσει τη γνωμάτευσή του, από πλευράς Γενικού Ελεγκτή και εκπροσώπων του, έκανε λόγο ο Γενικός Εισαγγελέας Γιώργος Σαββίδης, σημειώνοντας παράλληλα ότι ο ίδιος θα προσπαθήσει να έχει συνάντηση με τον Οδυσσέα Μιχαηλίδη και ότι οι όποιες διαφωνίες έχουν, μπορούν να επιλυθούν στο πλαίσιο του Συντάγματος.
Σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε, πλαισιωμένος από τον Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα Σάββα Αγγελίδη, ο κ. Σαββίδης διαβεβαίωσε για τη βούλησή του για κάθαρση και εξήγησε τους λόγους διορισμού της ερευνητικής επιτροπής για τις πολιτογραφήσεις.
Γ.Ε: «Έχουν καθοριστεί τα επόμενα βήματα για τις δημοσιοποιήσεις του Al Jazeera»
Ο Γενικός Εισαγγελέας από την πρώτη στιγμή των δημοσιοποιήσεων του Al Jazeera έχει δώσει σαφείς οδηγίες στην Αστυνομία για ενδελεχή διερεύνηση, και συγκάλεσε σήμερα σύσκεψη στο γραφείο του για τις αναγκαίες κατευθύνσεις και τον καθορισμό των επόμενων βημάτων.
«Τα όσα είδαν το φως της δημοσιότητας τις τελευταίες ώρες από το δημοσιογραφικό δίκτυο Al Jazeera προκαλούν αγανάκτηση, θυμό και ανησυχία στους πολίτες» αναφέρει ο Γενικός Εισαγγελέας Γιώργος Σαββίδης σε ανακοίνωσή του, σε σχέση με όσα έφερε στο φως το δημοσιογραφικό δίκτυο Al Jazeera.
Σημειώνει ότι, «αναγνωρίζοντας τον σοβαρό θεσμικό ρόλο που απορρέει από τις συνταγματικές εξουσίες μου, έχω δώσει από την πρώτη στιγμή σαφείς οδηγίες στην ηγεσία της Αστυνομίας όπως προβεί στην πλήρη, ενδελεχή και εις βάθος διερεύνηση για το ενδεχόμενο διάπραξης ποινικών αδικημάτων από οποιονδήποτε».